- πελωχικόν
- πελωχικόν, τό,A tax paid by millers, PRyl.167.20(i A. D.), POxy. 2128.10(ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελωχικόν — τὸ, Α τέλος, φόρος που καταβαλλόταν από τους μυλωνάδες … Dictionary of Greek